κατά

κατά
+ P 558-515-315-253-499=2140 Gn 1,11(ter).12(bis)
[τινος]: down from 2 Mc 6,10; down upon 3 Mc 2,22; upon Jgs 3,22; id. (metaph.) Nm 30,13(tertio); down into 4 Mc 12,19; down, under 3 Mc 6,7; after 2 Kgs 4,4; by (with verbs of swearing to denote what one swears by) Jdt 1,12; against Jos 24,22; concerning Est 3,10; for (in hostile sense) 4 Mc 10,14
[τινα, τι]: (downwards) to Gn 24,62; down into (metaph.) Nm 30,13(primo, secundo); on, at (of place) Ex 14,16; over, through Ex 11,6; at (of time) Ex 23,15; every (with word denoting time) 2 Mc 6,7; by (with numbers) 1 Kgs 18,4; towards Gn 2,8; in accordance with, according to, in conformity with, corresponding to Nm 30,7; just as, similarly to Ex 25,40; after the fashion of, according to Gn 1,26; for, because of Dt 19,15; in relation to, concerning Gn 39,6; during, by Gn 20,6; in relation to, for, to, by Gn 30,40
κατὰ τὸν θυμὸν ἀριστεῦσαι to be superior to rage 4 Mc 2,18; κατὰ ἀλήθειαν truly (κατά
[*]+abstr. subst. peri-phrasis for an adv.) 4 Mc 5,18; κατὰ τόν Νεεμιαν of Nehemiah, by Nehemiah 2 Mc 2,13; αὐτῶν κατὰ ποδάς close upon their heels Gn 49,19; τὰ κατά σε by your case or circumstances Tob 10,9; τὰ κατά τὸν ναόν things pertaining the temple 1 Ezr 2,16
Cf. DREW-BEAR 1972, 200-201; JOHANNESSOHN 1910 1-82; 1926 245-259; LE BOULLUEC 1989, 323-
324; LEE, J. 1983 35(Lv 13,23); SHIPP 1979, 306; WALTERS 1973 310(Ez 27,12; 4 Mc 15,7); WEVERS
1990 437(Ex 27,12).454(Ex 28,21). 511(Ex 31,11).603.795

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κατά — και κατ , μπροστά από φωνήεν με ψιλή και καθ , μπροστά από φωνήεν με δασεία, πρόθ. 1. με γενική σημαίνει α. κίνηση: Πήγε κατά διαβόλου. β. εχθρική κίνηση εναντίον κάποιου: Όρμησε κατά του αντιπάλου του. γ. εχθρική διάθεση: Είναι κατά του πολέμου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατά — downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατά — (I) (AM κατά, Α αρκαδ. τ. κατύ και ποιητ. τ. καταί) πρόθεση που δηλώνει: 1. (με γεν.) α) κίνηση προς κάτι (α. «πάει κατά διαβόλου» πάει προς την καταστροφή β. «πάμε κατά καπνού» βαδίζουμε στον αφανισμό γ. «άι κατ ανέμου» χάσου απ εδώ δ. «κατὰ… …   Dictionary of Greek

  • κάτα — (I) η (Μ κάτ[τ]α) γάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. catta «είδος αιλουροειδούς»]. (II) κᾆτα (Α) στην αττ. διάλ. κράση τών λ. καὶ είτα …   Dictionary of Greek

  • κατα- — (από την πρόθ. κατά), α’ συνθετ. λέξεων για επίταση: κατάμαυρος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάτα — κάτος following neut nom/voc/acc pl κατά downwards. indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κἆτα — ἆ̱τα , ἄατος insatiate neut nom/voc/acc pl ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc/acc dual ἄ̱τᾱ , ἄτη bewilderment fem nom/voc sg (doric aeolic) ἄτα , ἆτος insatiate neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κᾆτα — εἶτα , εἶτα then indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κατὰ ροῦν φέρεσθαι. — См. Идти против течения …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. — τὰ κατὰ πρόσωπα δυσχεραίνουσι καὶ κύνες. См. Такая красава, что в окно глянет, конь прянет, на двор выйдет три дня собаки лают …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὄλον τὸν βοῦν ἔφαγε, κατὰ δὲ τὴν κέρκον ἀπηγόρευσε. — См. Собаку съел, только хвостом подавился …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”